Μια φορά κι έναν καιρό...
...ζούσε ένας λογιστής από το Βαρέζε, που τον έλεγαν Μπιάνκι. Ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος, και τις έξι από τις εφτά μέρες της εβδομάδας ταξίδευε σ' όλη την Ιταλία, από τη Δύση στην Ανατολή κι από το Βορρά στο Νότο, πουλώντας φαρμακευτικά προϊόντα. Την Κυριακή γύριζε στο σπίτι του και τη Δευτέρα το πρωί ήταν πάλι έτοιμος για ταξίδι. Πριν όμως φύγει, του έλεγε η κορούλα του:
«Το νου σου, μπαμπά: κάθε βράδυ θέλω να μου λες ένα παραμύθι».
Η ΧΩΡΑ ΧΩΡΙΣ ΚΟΧΕΣ
Ο Τζοβάνι ο Χασομέρης ήταν σπουδαίος ταξιδευτής. Σε κάποιο από τα τόσα ταξίδια του, βρέθηκε μια φορά σε μια χώρα όπου οι κόχες των σπιτιών ήταν στρογγυλές και οι στέγες δεν ήταν μυτερές στην άκρη αλλά στρογγυ-λεμένες γλυκά. Κατά μήκος του δρόμου υπήρχε ένας φράχτης με τριανταφυλλιές και, κάποια στιγμή, του μικρού Τζοβάνι του κατέβηκε η ιδέα να βάλει ένα τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του. Καθώς έκοβε το τριαντάφυλλο, πρόσεχε πολύ να μην τρυπηθεί με τα αγκάθια, αλλά δεν άργησε να αντιληφθεί ότι τα αγκάθια δεν τσιμπούσαν καθόλου, δεν είχαν μύτη κι έμοιαζαν καμωμένα από λάστιχο και γαργαλούσαν την παλάμη.
— Για δες, έκανε ο Τζοβάνι μεγαλόφωνα.
Πίσω από το φράχτη πρόβαλε χαμογελώντας ένας φύλακας της κοινότητας.
— Δεν ξέρετε πως απαγορεύεται να κόβετε τα τριαντάφυλλα;
— Συγγνώμη, δεν το σκέφτηκα.
— Ε, τότε θα πληρώσετε μόνο μισό πρόστιμο, είπε ο φύλακας, που μ' εκείνο το χαμόγελο θα μπορούσε θαυμάσια να είναι το βουτυρένιο ανθρωπάκι που σεργιάνιζε μαζί με τον Πινόκιο στη Χώρα των Παιχνιδιών. Ο Τζοβάνι πρόσεξε πως ο φύλακας έγραφε το πρόστιμο μ' ένα μολύβι χωρίς μύτη και του ξέφυγε και είπε:
— Συγγνώμη, μπορείτε να μου δείξετε το σπαθί σας;
— Ευχαρίστως, είπε ο φύλακας. Και φυσικά, ούτε το σπαθί είχε μύτη.
— Μα τι σόι χώρα είναι αυτή; ρώτησε ο Τζοβάνι.
— Η Χώρα χωρίς κόχες, απάντησε ο φύλακας με τόση ευγένεια, που οι λέξεις που έλεγε θα έπρεπε να γραφτούν όλες με κεφαλαίο.
— Και με τα καρφιά τι κάνετε;
— Και με τα καρφιά τι κάνετε;
— Τα καταργήσαμε εδώ και καιρό, όλα τα κολλάμε με κόλλα. Και τώρα, σας παρακαλώ, δώστε μου δύο χαστούκια.
Ο μικρός Τζοβάνι άνοιξε διάπλατα το στόμα, λες κι ήταν αναγκασμένος να καταπιεί μία τούρτα ολόκληρη.
— Για το θεό, δε θέλω να πάω φυλακή για προσβολή των αρχών του τόπου. Τα δύο χαστούκια θα έπρεπε μάλλον εγώ να τα φάω, όχι να τα δώσω.
— Εδώ, όμως, έτσι συνηθίζεται, εξήγησε ευγενικά ο φύλακας, για ένα ολόκληρο πρόστιμο τέσσερα χαστούκια, για μισό δύο μόνο.
— Στο φύλακα;
— Στο φύλακα.
— Μα είναι άδικο, είναι τρομερό.
— Φυσικά και είναι άδικο, φυσικά και είναι τρομερό, είπε ο φύλακας. Το θέμα είναι τόσο μισητό, που ο κόσμος, για να μην υποχρεώνεται να χα-στουκίζει τους άμοιρους ανθρώπους που δε φταίνε σε τίποτα, αποφεύγει να κάνει οτιδήποτε παράνομο. Εμπρός, δώστε μου τα δύο χαστούκια και την άλλη φορά να είστε πιο προσεκτικός.
— Μα εγώ δε θέλω ούτε ένα ελαφρό σκαμπίλι να σας δώσω στο μάγουλο, αντίθετα, θα σας χαϊδέψω.
— Αφού επιμένετε, κατέληξε ο φύλακας, είμαι αναγκασμένος να σας συνοδέψω στα σύνορα.
Κι έτσι ο μικρός Τζοβάνι, καταντροπιασμένος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Χώρα χωρίς κόχες. Αλλά μέχρι σήμερα ονειρεύεται να μπορούσε να ξαναγυρίσει εκεί, για να ζήσει ήρεμα και γαλήνια, σ' ένα όμορφο σπιτάκι με στέγη χωρίς κόχες.
2 σχόλια:
Μια θαυμάσια ιστορία. Με το χιούμορ την φαντασία την προτοτυπία και τη εξαιορετική ροή του λόγου.
Ομολογώ ότι εντυπωσιάστηκα!! Ελπίζω να βλέπω τακτικά τέτοιες αναρτήσεις εδώ μέσα!!
Απανεμιά μου, τι όμορφο παραμύθι, τόσο γλυκό, πολύ το ευχαριστήθηκα!!!...καλό σου μεσημέρι :-))))
Δημοσίευση σχολίου