Κυριακή 12 Σεπτεμβρίου 2010

Η χώρα του "ΞΕ" ...μια φορά κι έναν καιρό...

Ο Τζοβάνι ο Χασομέρης ήταν σπουδαίος ταξιδευτής. Σε κάποιο από τα πολλά ταξίδια του, έτυχε να βρεθεί στη Χώρα του «ξε».
- Μα τι σόι χώρα είναι αυτή; ρώτησε έναν ντόπιο, που δροσιζόταν κάτω από ένα δέντρο.


Ο ντόπιος, αντί γι' απάντηση, έβγαλε από την τσέπη του ένα ξυράφι και το έδειξε στο μικρό Τζοβάνι, ανοίγοντας το διάπλατα στην παλάμη του χεριού του.
- Το βλέπετε αυτό;
- Είναι ένα ξυράφι.
- Λάθος. Είναι ένα «ξεξυράφι», δηλαδή ένα ξυράφι με το «ξε» μπροστά. Χρησιμεύει στο να κάνει τα μολυβιά να φυτρώνουν πάλι, όταν έχουν ξυστεί πολύ, και είναι πολύ χρήσιμο στα σχολεία.
- Υπέροχο, είπε ο Τζοβάνι. Και μετά;
- Μετά έχουμε την «ξεκρεμάστρα».
- Την κρεμάστρα, θέλετε να πείτε.
- Η κρεμάστρα χρησιμεύει σε πολύ λίγα πράγματα, αν δεν έχετε παλτό να κρεμάσετε πάνω της. Με την «ξεκρεμάστρα» μας, όμως, όλα είναι εντελώς διαφορετικά. Μ' αυτή δε χρειάζεται να κρεμάς τίποτα, γιατί ό,τι χρειάζεται είναι ήδη κρεμασμένο. Αν θέλετε παλτό, πάτε και το ξεκρεμάτε. Όποιος έχει ανάγκη από σακάκι, δε χρειάζεται να πάει να το αγοράσει: περνάει από την ξεκρεμάστρα και το ξεκρεμάει. Έχουμε ξεκρεμάστρα για τα καλοκαιρινά και για τα χειμωνιάτικα, για αντρικά και για γυναικεία ρούχα. Έτσι κάνουμε οικονομία.
Τέλεια. Κι έπειτα;
Έπειτα έχουμε την «ξεφωτογραφική» μηχανή, που αντί να βγάζει φωτογραφίες, βγάζει γελοιογραφίες, κι έτσι γελάμε πολύ. Κι έχουμε, βέβαια, και το «ξεκανόνι».
Ουουου, φοβάμαι.
Μη φοβάστε καθόλου. Το «ξεκανόνι» είναι το αντίθετο του κανονιού, και χρησιμεύει στο να ξεκάνει τον πόλεμο.
Και πώς λειτουργεί;
Πανεύκολο. Μπορεί κι ένα παιδάκι να το χειριστεί. Αν γίνει πόλεμος, σφυρίζουμε με την «ξεσάλπιγγα», ρίχνουμε μία βολή με το «ξεκανόνι» κι αμέσως ο πόλεμος σταματάει.
Είναι θαυμάσια αυτή η Χώρα του «ξε».

Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

Η χώρα χωρίς Κόχες ...μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό...
...ζούσε ένας λογιστής από το Βαρέζε, που τον έλεγαν Μπιάνκι. Ήταν εμπορικός αντιπρόσωπος, και τις έξι από τις εφτά μέρες της εβδομάδας ταξίδευε σ' όλη την Ιταλία, από τη Δύση στην Ανατολή κι από το Βορρά στο Νότο, πουλώντας φαρμακευτικά προϊόντα. Την Κυριακή γύριζε στο σπίτι του και τη Δευτέρα το πρωί ήταν πάλι έτοιμος για ταξίδι. Πριν όμως φύγει, του έλεγε η κορούλα του: 
«Το νου σου, μπαμπά: κάθε βράδυ θέλω να μου λες ένα παραμύθι».


Γιατί το κοριτσάκι εκείνο δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς ν' ακούσει μια ιστορία• η μαμά, όσες ήξερε, της τις είχε διηγηθεί όλες, ίσαμε τρεις φορές την καθεμία. Έτσι, κάθε βράδυ, στις εννιά ακριβώς, απ' όπου κι αν βρισκόταν, ο λογιστής Μπιάνκι τηλεφωνούσε στο σπίτι του στο Βαρέζε και διηγόταν μια ιστορία στην κόρη του. Αυτό το βιβλίο περιέχει ακριβώς τις ιστορίες του λογιστή Μπιάνκι. θα δείτε πως είναι όλες κάπως σύντομες• ε, πώς να μην είναι; Ο λογιστής πλήρωνε από την τσέπη του τα τηλεφωνήματα, δεν μπορούσε να μιλάει δα με τις ώρες στο τηλέφωνο. Μόνο κάπου κάπου, αν είχε κλείσει καμιά καλή δουλειά, επέτρεπε στον εαυτό του την πολυτέλεια να... πέσει και μια μονάδα παραπάνω. Μου είπαν κάποτε πως, όταν ο κύριος Μπιάνκι καλούσε το Βαρέζε, οι δεσποινίδες στο τηλεφωνικό κέντρο παρατούσαν όλα τα άλλα τηλεφωνήματα για ν' ακούσουν τις ιστορίες του. Και με το δίκιο τους, εδώ που τα λέμε: μερικές είναι πραγματικά σπουδαίες.

Η ΧΩΡΑ ΧΩΡΙΣ ΚΟΧΕΣ

Ο Τζοβάνι ο Χασομέρης ήταν σπουδαίος ταξιδευτής. Σε κάποιο από τα τόσα ταξίδια του, βρέθηκε μια φορά σε μια χώρα όπου οι κόχες των σπιτιών ήταν στρογγυλές και οι στέγες δεν ήταν μυτερές στην άκρη αλλά στρογγυ-λεμένες γλυκά. Κατά μήκος του δρόμου υπήρχε ένας φράχτης με τριανταφυλλιές και, κάποια στιγμή, του μικρού Τζοβάνι του κατέβηκε η ιδέα να βάλει ένα τριαντάφυλλο στην μπουτονιέρα του. Καθώς έκοβε το τριαντάφυλλο, πρόσεχε πολύ να μην τρυπηθεί με τα αγκάθια, αλλά δεν άργησε να αντιληφθεί ότι τα αγκάθια δεν τσιμπούσαν καθόλου, δεν είχαν μύτη κι έμοιαζαν καμωμένα από λάστιχο και γαργαλούσαν την παλάμη.
Για δες, έκανε ο Τζοβάνι μεγαλόφωνα.
Πίσω από το φράχτη πρόβαλε χαμογελώντας ένας φύλακας της κοινότητας.
Δεν ξέρετε πως απαγορεύεται να κόβετε τα τριαντάφυλλα;
Συγγνώμη, δεν το σκέφτηκα.
Ε, τότε θα πληρώσετε μόνο μισό πρόστιμο, είπε ο φύλακας, που μ' εκείνο το χαμόγελο θα μπορούσε θαυμάσια να είναι το βουτυρένιο ανθρωπάκι που σεργιάνιζε μαζί με τον Πινόκιο στη Χώρα των Παιχνιδιών. Ο Τζοβάνι πρόσεξε πως ο φύλακας έγραφε το πρόστιμο μ' ένα μολύβι χωρίς μύτη και του ξέφυγε και είπε:
Συγγνώμη, μπορείτε να μου δείξετε το σπαθί σας;
Ευχαρίστως, είπε ο φύλακας. Και φυσικά, ούτε το σπαθί είχε μύτη.
Μα τι σόι χώρα είναι αυτή; ρώτησε ο Τζοβάνι.
Η Χώρα χωρίς κόχες, απάντησε ο φύλακας με τόση ευγένεια, που οι λέξεις που έλεγε θα έπρεπε να γραφτούν όλες με κεφαλαίο.
Και με τα καρφιά τι κάνετε;
Τα καταργήσαμε εδώ και καιρό, όλα τα κολλάμε με κόλλα. Και τώρα, σας παρακαλώ, δώστε μου δύο χαστούκια.
Ο μικρός Τζοβάνι άνοιξε διάπλατα το στόμα, λες κι ήταν αναγκασμένος να καταπιεί μία τούρτα ολόκληρη.
Για το θεό, δε θέλω να πάω φυλακή για προσβολή των αρχών του τόπου. Τα δύο χαστούκια θα έπρεπε μάλλον εγώ να τα φάω, όχι να τα δώσω.
Εδώ, όμως, έτσι συνηθίζεται, εξήγησε ευγενικά ο φύλακας, για ένα ολόκληρο πρόστιμο τέσσερα χαστούκια, για μισό δύο μόνο.
Στο φύλακα;
Στο φύλακα.
Μα είναι άδικο, είναι τρομερό.
Φυσικά και είναι άδικο, φυσικά και είναι τρομερό, είπε ο φύλακας. Το θέμα είναι τόσο μισητό, που ο κόσμος, για να μην υποχρεώνεται να χα-στουκίζει τους άμοιρους ανθρώπους που δε φταίνε σε τίποτα, αποφεύγει να κάνει οτιδήποτε παράνομο. Εμπρός, δώστε μου τα δύο χαστούκια και την άλλη φορά να είστε πιο προσεκτικός.
Μα εγώ δε θέλω ούτε ένα ελαφρό σκαμπίλι να σας δώσω στο μάγουλο,  αντίθετα, θα σας χαϊδέψω.
Αφού επιμένετε, κατέληξε ο φύλακας, είμαι αναγκασμένος να σας συνοδέψω στα σύνορα.
Κι έτσι ο μικρός Τζοβάνι, καταντροπιασμένος, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Χώρα χωρίς κόχες. Αλλά μέχρι σήμερα ονειρεύεται να μπορούσε να ξαναγυρίσει εκεί, για να ζήσει ήρεμα και γαλήνια, σ' ένα όμορφο σπιτάκι με στέγη χωρίς κόχες.